- επιπωρούμαι
- ἐπιπωροῦμαι, -όομαι (Α) [πωρούμαι]1. πωρώνομαι, σκληραίνω στην επιφάνεια2. σκληραίνω έπειτα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επιπώρωμα — ἐπιπώρωμα, τὸ (Α) [έπιπωρούμαι] 1. σκληρό στρώμα, σκλήρωμα πάνω σε σπασμένο κόκαλο 2. αρθριτικό χόνδρωμα … Dictionary of Greek
επιπώρωσις — ἐπιπώρωσις, ἡ (Α) [επιπωρούμαι] 1. σχηματισμός σκληρωμάτων, αποσκλήρυνση στην επιφάνεια 2. κάλος στο δέρμα 3. προεξοχή στις πέτρες τών νεφρών … Dictionary of Greek